αχθοφορικός

αχθοφορικός
η , ό[ν]
1) относящийся к грузчику, носильщику; 2) погрузочный; разгрузочный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αχθοφορικός" в других словарях:

  • αχθοφορικός — ή, ό (Μ ἀχθοφορικός, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αχθοφόρο μσν. ο κατάλληλος για τη μεταφορά φορτίων …   Dictionary of Greek

  • αχθοφορικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με τον αχθοφόρο: Για να κερδίσει το ψωμί του έκανε και δουλειές αχθοφορικές. Το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., αχθοφορικά, τα η αμοιβή του αχθοφόρου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»